ἐκλάμπρου

ἐκλάμπρου
ἔκλαμπρος
very bright
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκλαμπρότητα — η (Μ ἐκλαμπρότης) 1. η ιδιότητα τού έκλαμπρου 2. τιμητική προσφώνηση («η Εκλαμπρότης Σας», «η Υμετέρα Εκλαμπρότης») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”